- θαυματόεντ'
- θαυματόεντα , θαυματόειςneut nom/voc/acc plθαυματόεντα , θαυματόειςmasc acc sgθαυματόεντι , θαυματόειςmasc/neut dat sgθαυματόεντε , θαυματόειςmasc/neut nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.